- Πολύφρων
- Πολύφρωνingeniousmasc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύφρων — ingenious masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύφρων — Αδελφός του τύραννου των Φερών Ιάσονα. Το 369 π.Χ. εκθρόνισε τον αδελφό του Πολύδωρο από την Ταγεία της Θεσσαλίας και την τυραννία των Φερών και έγινε ο ίδιος τύραννος. Κατόπιν, έδιωξε τους ευγενείς από τη Λάρισα και ορισμένους από αυτούς… … Dictionary of Greek
πολύφρον — πολύφρων ingenious masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολύφρονα — Πολύφρων ingenious masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύφρονα — πολύφρων ingenious masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολύφρονας — Πολύφρων ingenious masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύφρονας — πολύφρων ingenious masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολύφρονος — Πολύφρων ingenious masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύφρονος — πολύφρων ingenious masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek